ασυνερισιά

ασυνερισιά
η
1) незлопамятность; 2) снисходительное отношение, терпимость (к чьим-л. капризам, обидным словам и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασυνερισιά" в других словарях:

  • ασυνερισιά — η [ασυνέριστος] το να μην οργίζεται κανείς από τις πράξεις ή τα λόγια κάποιου άλλου, ανεκτικότητα …   Dictionary of Greek

  • ασυνέριστος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δε συνερίζεται κανείς, δεν τον παίρνει στα σοβαρά: Τέτοιους ανθρώπους τους αφήνει κανείς ασυνέριστους. Ουσ. ασυνερισιά, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»